- πνευματώδους
- πνευματώδηςlike windmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιλί, Ζαν-Μπατίστ ή Λούλι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Jean Baptiste Lulli ή Giovanni Battista Lulli, Φλωρεντία 1632 – Παρίσι 1687). Ιταλός συνθέτης, γαλλικής υπηκοότητας. Το 1646 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε βιολί, τραγούδι και χορό και αναδείχτηκε στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, αρχικά ως … Dictionary of Greek
Στέεν, Γιαν — (Steen). Ολλανδός ζωγράφος (Λέυντεν 1626 1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιαν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και τελικά πάλι στο Λέυντεν.… … Dictionary of Greek
Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… … Dictionary of Greek